- ἐπιπέμπειν
- ἐπιπέμπωsend afterpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
ANTAEA — Dea quaedam. Eandem cum Rhea fuisse tradit Apollonii interpres ad illud: Ἡ δέπου εὐαγέεςςιν ἐπὶ φρένα θῆκε θυηλαῖς Ἀντάιη δαίμων. Ubi Scholiast. Ἡ Π῾έα οὕτω λέγεται, διότι εναντία τοῖς Τελχῖσιν ἐγένετο. Α᾿νταίαν, autem eandem esle cum τῇ τύχῃ tum … Hofmann J. Lexicon universale
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek